Μαρτυρίες εισβολής- συνεντεύξεις/βίντεο/καταγραφές

Μαρτυρίες από ανθρώπους που έζησαν την τουρκική εισβολή

Οι πιο κάτω συνεντεύξεις που πήραμε εμείς τα παιδιά της Στ' 2 τάξης βασίστηκαν στις πιο κάτω ερωτήσεις:
-Πού βρισκόσασταν και ποια ήταν η οικογενειακή σας κατάσταση όταν ξέσπασε η εισβολή;
-Ποια ήταν η αντίδραση σας, τι κάνατε όταν ξεκίνησε ο πόλεμος;
-Πήγαν κάποιοι δικοί σας στον πόλεμο;  Χάσατε κάποιον συγγενή;
-Εγκαταλείψατε το σπίτι σας; Είστε πρόσφυγας;
-Πού πήγατε μετά; Χαθήκατε με τους συγγενείς σας; Πώς βρεθήκατε;
-Ποια προβλήματα αντιμετωπίσατε μετά;
-Ποια ήταν τα συναισθήματα και οι σκέψεις σας για τα γεγονότα;


Ένα περιστατικό που έζησε ο παππούς μου, Κωνσταντίνος Σάββα

Στον πόλεμο, ένας ανθυπολοχαγός δεν πρόσεξε τους Τούρκους που πυροβολούσαν, και τον πέτυχαν στο πόδι.  Ο παππούς μου τον πήρε στις Πρώτες Βοήθειες, μα δεν μπορούσαν να τον βοηθήσουν.  Έτσι τον μετέφερε στη Νήσου, στον Λυθροδόντα και από εκεί στη Λευκωσία.  Το τραύμα ήταν πολύ σοβαρό και έτσι του έκοψαν το πόδι.  Μετά ο άντρας αυτός πήγε στη Γερμανία και έβαλε προσθετικό μέλος και έγινε ένας πολύ καλός οδοντίατρος. 


Ακολουθεί βίντεο με τη μαρτυρία του παππού


(Καταγραφή και ηχογράφηση από την Ειρήνη Λεβέντη, Στ2) 


Μαρτυρία από τη γιαγιά μου, Ειρήνη Σάββα

Όταν ξέσπασε η εισβολή ήμουν μόνη στο σπίτι μου στα Λύμπια.  Είχα τέσσερα παιδιά, δέκα, εννιά, εφτά και έξι ετών.  Ο άντρας μου δούλευε στην ΑΗΚ ασταμάτητα.  Έτσι πήρα τα παιδιά μου και κρυφτήκαμε στα χωράφια, στη Μοσφιλωτή.  Αργότερα πήγαμε στον Ψευδά.  Περνούσαμε πολύ δύσκολα.  Ένα βράδυ αποφάσισαν κάποιοι να πάμε στο χωριό μας, στα Λύμπια, να δουμε τι συμβαίνει εκεί.  Οι Τούρκοι είχαν καταλάβει το εκκλησάκι του Τιμίου Σταυρού και έριχναν πυροβολισμούς.  Κάποιοι στρατιώτες δικοί μας πήγαν στο σπίτι μου και παρακολουθούσαν τους Τούρκους.  Δεν μπορούσαμε να μείνουμε στα Λύμπια και πιάσαμε τα ζώα μας και φύγαμε πάλι για τον Ψευδά. 

Ο ξάδερφός μου πήγε στρατιώτης και ο αδερφός μου, ο Αντρέας, πήγε στην Κερύνεια, για να πολεμήσει.  Έκαναν τρεις μέρες να επιστρέψουν στο χωριό. 

Όταν ηρέμησαν τα πράγματα, επιστρέψαμε ασφαλείς πίσω στο χωριό μας.  Οι στρατιώτες όμως εξακολουθούσαν αν βρίσκονται στο χωριό.  Μια μέρα οι Τούρκοι άρχισαν να πυροβολούν το χωριό και επιτέθηκαν στους στρατιώτες.

Ο πόλεμος είναι κάτι πάρα πολύ κακό και άθλιο.  Ευχόμαστε να μην ξαναγίνει πόλεμος και κανείς να μην ξαναζήσει τα γεγονότα που περάσαμε εμείς, αλλά και οι άλλοι άνθρωποι που έζησαν τον πόλεμο. 

Ακολουθεί βίντεο με τη μαρτυρία του παππού






(Συνέντευξη και βιντεογράφηση από την Ειρήνη Λεβέντη, Στ2)



Συνέντευξη από τη γιαγιά Ελίτσα και τον παππού Σωτήρη Μουζούρη

Στις 20 Ιουλίου του 1974, η ώρα 5:30 το πρωί περίπου, βγήκαμε έξω από το σπίτι για να αρμέξουμε τις αγελάδες μας, είδαμε προς το εκκλησάκι του Τιμίου Σταυρού και φάνηκαν οι Τούρκοι που έβαζαν τη σημαία τους.  Αμέσως ανοίξαμε το ραδιόφωνο και ακούσαμε ότι οι Τούρκοι εισέβαλαν στην Κύπρο στην Κύπρο.  Εντωμεταξύ είχαμε και δυο κοριτσάκια που ήταν ενός και δυο χρονών, τα οποία κοιμούνταν.

Στο ραδιόφωνο ακούστηκε ότι καλούσαν τους στρατεύσιμους να πάνε να πολεμήσουν. Έτσι ο άντρας μου πήγε να πολεμήσει. Στον πόλεμο πήγαν και τα δυο μου αδέλφια. Ο Κακουλής ήταν ο μεγάλος και τον έπιασαν οι Τούρκοι αιχμάλωτο. Ο μικρός, ο Θεόδωρος, που ήταν μόνο έξι μήνες στο στρατό, σκοτώθηκε την πρώτη μέρα της εισβολής από τα τουρκικά στρατεύσιμα στον Κοντεμένο. Αργότερα μετά από έντεκα μέρες ήρθε η αστυνομία και μας το ανακοίνωσε.

Φωτογραφία του Θεόδωρου Παπακωνσταντή

Δεν φύγαμε από το σπίτι μας και δεν γίναμε πρόσφυγες, αφού οι Τούρκοι σταμάτησαν στο προηγούμενο χωριό. Περάσαμε πολύ δύσκολα και ζούσαμε μέσα στον φόβο και τη στεναχώρια για τον αδελφό μου, που πέθανε, αλλά και για τον άλλο αδελφό μου που τον έπιασαν αιχμάλωτο.  Ο αδελφός μου μεταφέρθηκε στην Τουρκία για σαράντα μέρες, όπου και βασανίστηκε. Εμείς που χάσαμε δικούς μας περάσαμε δύσκολα και λυπηρά, αλλά συνεχίσαμε τη ζωή μας.


Ακολουθεί απαγγελία ποιήματος από τον παππού, αφιέρωμα στο Θεόδωρο Παπακωνσταντή






(Συνέντευξη και ηχογράφηση από τους Κατερίνα Κλεόπα, Έλενα Γεωργίου, Παναγιώτη Μουζούρη, Στ2)


Μαρτυρία από τον πατέρα μου, Νίκο Παπακυριακού,
 που ήταν 11 χρονών

Όταν ξέσπασε η τουρκική εισβολή βρισκόμουν με την οικογένειά στο σπίτι μας στο Δάλι.  Η οικογένειά μου αποτελείτουν από τους γονείς μου, από τα δυο μου αδέλφια και η μητέρα μου ήταν έγκυος στον τρίτο μου αδελφό.  Λόγω του ότι το σπίτι μας στο Δάλι βρισκόταν έξω από το χωριό, όπου διατηρούσαμε φάρμα αλόγων με τριάντα περίπου στάβλους, πολλές οικογένειες από το χωριό ήρθαν στο σπίτι μας φοβούμενοι μήπως οι Τούρκοι βομβαρδίσουν το χωριό. 

Δυστυχώς, τη δεύτερη μέρα της εισβολής τα τουρκικά αεροπλάνα νομίζοντας ότι οι στάβλοι ήταν στρατόπεδο λόγω του χρώματος και της διάταξής του άρχισαν να ρίχνουν βόμβες σε απογευματινές ώρες.  Δυο εκρηκτικές βόμβες κτύπησαν την αυλή μας, ένα μέτρο από τον τόπο που καθόμουν, αλλά ο Θεός βοήθησε και δεν έπεσαν στο τσιμέντο.  Η μια έπεσε μέσα σε ένα μικρό ποτισμένο λασανάκι του κλήματος και η άλλη κτύπησε πάνω στο κλήμα και έπεσε στο έδαφος με το πλάι και όχι με τη μύτη και δεν εξερράγη καμιά από τις δυο. 

Τότε όλοι μπήκαμε στο σπίτι και προσευχόμασταν να μας βοηθήσει ο Θεός.  Εγώ σκεφτόμουν τι θα πω στον Θεό όταν θα πάω κοντά του.  Μια βόμβα έπεσε δίπλα από το σπίτι μας, με αποτέλεσμα να ραγίσει μεγάλο μέρος του σπιτιού.  Τέσσερις στάβλοι έπαθαν μεγάλες ζημιές κι οι άλλοι μικρότερες.  Ευτυχώς τα άλογα δεν έπαθαν τίποτα.  Ένα φίλος του παπά μου, έμεινε έξω από το σπίτι κι έτρεχε μέσα στα χωράφια.  Το αεροπλάνο από πάνω του έριχνε σφαίρες, χωρίς ευτυχώς να τον πετύχει καμιά.  Το αεροπλάνο έφυγε, γιατί νύχτωσε και έτσι καταφέραμε να μείνουμε όλοι ζωντανοί.

Μετά από αυτή την περιπέτεια φύγαμε από το σπίτι μας και εγκατασταθήκαμε στο σπίτι ενός συγγενή μας μέσα στο χωριό.  Η μητέρα μου κατέφυγε στο πατρικό της σπίτι και με τη βοήθεια μιας νοσοκόμας γέννησε τον αδελφό μου. 

Μετά από λίγες μέρες μας φιλοξένησε στον Κόρνο μια άγνωστη οικογένεια, που το σπίτι της ήταν το πρώτο σπίτι στην είσοδο του χωριού.  Εκεί μείναμε σχεδόν δυο μήνες, όμως ο πατέρας μου πηγαινοερχόταν καθημερινά στο Δάλι για να φροντίζει τα άλογα.

Στον πόλεμο δεν χάσαμε ευτυχώς κανένα συγγενή.  Η ζωή ήταν δύσκολη, γιατί δεν ξέραμε μέχρι ποια χωριά είχαν φτάσει οι Τούρκοι και φοβούμασταν να κυκλοφορήσουμε, γιατί τα αεροπλάνα περνούσαν συνεχώς από πάνω μας. 

Τα έντονα συναισθήματα που ένιωθα εκείνη την περίοδο καθώς και τον φόβο παρακαλώ τον Θεό να μην τα νιώσουν ποτέ τα παιδιά μου, αλλά και τα παιδιά όλου του κόσμου.
(Συνέντευξη από τον Σταυριαλένο Παπακυριακού, Στ2)


Η μαρτυρία της γιαγιάς μου, Κατερίνας Μουζούρη

Αρχικά βρισκόμουν στα Λύμπια και συγκεκριμένα στο σπίτι μου.  Ήμουν μόνη μου με τα δυο μου παιδιά, τριών χρονών και τριών μηνών, γιατί τον άντρα μου τον είχαν φωνάξει στον στρατό, στον Κουτσοβέντη, για να πολεμήσουν. 

Στις 20 Ιουλίου, το πρωί, πριν ξεκινήσει η εισβολή ετοίμαζα το φαγητό του άντρα μου.  Μόλις άκουσα τις βόμβες και διάφορες σπαρακτικές φωνές, πήρα τα παιδιά μου, όπως ήμασταν και έτρεξα στην πεθερά μου.  Οι άνθρωποι έτρεχαν στο δρόμο με ό,τι δυνάμεις είχαν και δεν είχαν.  Μπήκαμε σ’ ένα αυτοκίνητο και καταφύγαμε στα χωράφια, στην Κακοτρύτη. 

Στον πόλεμο πήγε ο άντρας μου, που ευτυχώς επέστρεψε, ενώ ο θείος μου είναι μέχρι σήμερα αγνοούμενος.  Όταν ο άντρας μου επέστρεψε από τον πόλεμο, πήγαμε στον Ψευδά, στον ξάδερφό μου, για δυο περίπου μήνες.  Εκεί υπήρχαν καμιά πενηνταριά άνθρωποι. 

Κάτι συγκλονιστικό που συνέβη σε μένα και την οικογένειά μου ήταν όταν αρρώστησε βαριά η μικρή μου κόρη.  Μια νοσοκόμα την περιέθαλψε και μου πρότεινε να μην την ξαναθηλάσω.  Ένας άντρας, άγνωστος σε μένα μέχρι σήμερα, μου αγόρασε μπιμπερό, γάλα και όλα τα αναγκαία για την κόρη μου.  Τον ευχαριστώ και μακάρι να είναι καλά μέχρι σήμερα. 

Όταν πια τέλειωσε η εισβολή αντιμετωπίσαμε πολλά προβλήματα, γιατί δεν υπήρχαν δουλειές, πολλά ζώα ήταν πεινασμένα και βρόμικα.  Πολλοί άνθρωποι είχαν ταραχθεί και αναστατώθηκαν…Υπήρχαν πολλές στεναχώριες στον κόσμο, τα κλάματα του κόσμου ήταν γοερά… Όμως προσπαθήσαμε να σταθούμε στα πόδια μας και να αποδεχτούμε τα γεγονότα.
(Συνέντευξη από τη Σοφία Παναγιώτου, Στ2)


Η ιστορία του παππού μου, Ανδρέα Μουζούρη

Μας είχαν καλέσει στον στρατό δυο-τρεις περίπου μέρες πριν την εισβολή, γιατί ήμουν έφεδρος.  Μας βρήκαν στο χωριό, μας έδωσαν όπλα και μας μετέφεραν στον Κουτσοβέντη, στη Μια Μηλιά.  Υπήρχε ένα ύψωμα και τη νύχτα μέναμε εκεί.  Πολέμησα στη Μια Μηλιά για έξι μέρες κι όταν την κατέλαβαν οι Τούρκοι, πήγα στο Νέο Χωριό και μετά στο Παλαίκυθρο, όπου βρήκαμε τριακόσιους στρατιώτες. 

Μας πρότειναν να παραδοθούμε, για να μη μας σκοτώσουν οι Τούρκοι.  Έτσι κι έγινε… αλλά εγώ το βράδυ με άλλους έξι συμπολεμιστές μου διαφύγαμε και κρυφτήκαμε σε μια εκκλησία.  Νωρίς το πρωί ξυπνήσαμε και κατευθυνθήκαμε προς το Γέρι.  Βρήκαμε ένα αυλάκι και προχωρούσαμε σιγά σιγά για να μη μας βρουν.  Ένας στρατιώτης ήταν πάντα μπροστά και παραφύλαγε, για να μας ειδοποιήσει αν κινδυνεύουμε. 

Ξαφνικά μας φώναξε να σταματήσουμε, γιατί μπροστά υπήρχε ένα τανκ.  Τελικά, βρήκαμε ένα μέρος για να κρυφτούμε.  Κατά το μεσημέρι πολλά τανκς περνούσαν από την περιοχή με κατεύθυνση προς το Παλαίκυθρο.  Ευτυχώς δεν μας εντόπισαν, γιατί μείναμε κρυμμένοι όλη τη μέρα.  Προσπαθούσα να σκάψω, για να βρω νερό, γιατί δεν είχαμε πιει εδώ και ώρες.  Δυστυχώς όμως δεν βρήκα τίποτα. 
Ήρθε η ώρα να προχωρήσουμε, αλλά ακούγαμε πυροβολισμούς και βλέπαμε φωτιές.  Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα… Προτιμήσαμε να μην προχωρήσουμε στο Παλαίκυθρο, γιατί εκεί σίγουρα θα μας έβρισκαν οι Τούρκοι, ενώ προς τον άλλο δρόμο υπήρχε πολύ μικρή πιθανότητα να τους ξεφύγουμε. 

Έτσι κι έγινε.  Τελικά γλιτώσαμε και ακολουθήσαμε ένα δρόμο που οδηγούσε στο Βαρώσι.  Κρυβόμασταν κάτω από μια γέφυρα, ενώ από πάνω περνούσαν τα τουρκικά στρατεύματα.  Βλέπαμε τις φωτιές και δεν κοντέψαμε, γιατί θα μας έβλεπαν.  Ύστερα περάσαμε από ένα χωράφι με καρπούζια.  Είχαμε μείνει νηστικοί για πολλές μέρες και για αυτό απολαύσαμε ένα καρπούζι.  Εκεί κοντά θυμόμουν ότι υπήρχε μια πηγή, γιατί πολύ συχνά έβλεπα κοπάδια να σταματούν για να πιουν νερό τα πρόβατα.  Έτσι χωριστήκαμε για να βρούμε την πηγή.  Τελικά εγώ βρήκα την πηγή και φώναξα με ενθουσιασμό στους συντρόφους μου «Ύδωρ, ύδωρ!»  Ανάψαμε ένα τσιγάρο και οι σκέψεις μας βασάνιζαν το μυαλό.  Σκεφτόμουν ότι δεν θα ξαναδώ τη νεογέννητη κόρη μου και τον μόλις τριών χρόνων γιο μου. 

Οι δυο συμπολεμιστές μου κατάγονταν από το Γέρι, που ήταν η πιο κοντινή περιοχή που μπορούσαμε να πάμε.  Δεν ξέραμε όμως αν ήταν υπό τουρκική κατοχή.  Ρισκάραμε όμως τη ζωή μας και αποφασίσαμε να κατευθυνθούμε προς τα εκεί.  Αρχικά πήγαμε στο σπίτι της αδερφής του ενός συμπολεμιστή μας, αλλά δεν βρήκαμε κανένα.  Έτσι μετά πήγαμε στο πατρικό σπίτι του άλλου και βρήκαμε τη μητέρα του, η οποία ενθουσιάστηκε και ανακουφίστηκε με την επιστροφή του γιου της.  Μας μαγείρεψε και κατόπιν ένας σκοπός ήρθε στο σπίτι και μας ρώτησε από πού ήρθαμε.  Του αφηγηθήκαμε τα όσα ζήσαμε και μας ανέφερε ότι φανήκαμε πολύ τυχεροί, αφού ο δρόμος που ακολουθήσαμε έκλεισε και οι Τούρκοι σκότωσαν τους Ελληνοκύπριους στρατιώτες που προσπάθησαν να τους κάψουν τανκς.

Με τη βοήθεια του Θεού επέστρεψα στο σπίτι μου, στα Λύμπια, στις 16 Αυγούστου του 1974…
(Συνέντευξη από τη Σοφία Παναγιώτου, Στ2)


Μαρτυρία από τη γιαγιά μου, Ελένη Μιχαήλ

Η ώρα πέντε το πρωί ανακοινώθηκε από το ραδιόφωνο ότι μας επιτέθηκαν τούρκικα πλοία στην Κερύνεια.  Εμείς ήμασταν στο σπίτι μας.  Εγώ ήμουν 25 χρονών και είχα ένα παιδί δύο χρονών.  Ο άντρας μου ήταν 27 χρονών και πήγε να υπηρετήσει στον στρατό στην πρώτη γραμμή.

Γύρω στις 8 το πρωί είδαμε τους Τούρκους να καταλαμβάνουν το Εκκλησάκι του Τιμίου Σταυρού και να υψώνουν την τουρκική σημαία.  Εμείς φοβηθήκαμε, γιατί δεν ξέραμε τον σκοπό τους.  Η μαμά μου, μου είπε ότι έπρεπε να φύγουμε, γιατί μπορεί να μας κτυπούσαν.  Έτσι, πήγαμε στο σπίτι των γονιών του άντρα μου.  Εκεί μείναμε μέχρι το απόγευμα.  Τα Λύμπια είχαν εκκενωθεί και αναγκαστήκαμε να πάμε στον Ψευδά.


Μείναμε για τρεις μέρες στον Ψευδά και μετά επιστρέψαμε πίσω.  Μείναμε στο σπίτι μας για δεκαπέντε μέρες, αλλά μετά έγινε η δεύτερη εισβολή και έτσι ξαναφύγαμε για τη Λεμεσό, σε μια θεία μου.  Μετά επιστρέψαμε πίσω στα Λύμπια, αλλά μείναμε στο σπίτι των πεθερικών μου για τρεις μήνες.  Όπου πηγαίναμε ήμουν ευτυχώς με τους δικούς μου κι έτσι δεν χαθήκαμε.  Εγκαταλείψαμε το σπίτι μας για μισό χρόνο περίπου.  Όταν τα πράγματα ηρέμησαν επιστρέψαμε πίσω.  Οι Τούρκοι δεν κατέλαβαν τα Λύμπια κι έτσι δεν γίναμε πρόσφυγες. 

Στον πόλεμο πήγαν ο άντρας μου, μαζί με τον άντρα της αδερφής του και πολλοί νεαροί άντρες από τα Λύμπια.  Πήγαν στο χωριό Μια Μηλιά για να πολεμήσουν.  Ο γαμπρός του άντρα μου δυστυχώς χάθηκε.  Ήταν αγνοούμενος για πολλά χρόνια.  Πριν από ενάμισι χρόνο όμως βρέθηκαν τα οστά του και τον κηδεύσαμε.

Το πιο σημαντικό πρόβλημα που αντιμετωπίσαμε ήταν ότι χάσαμε συγγενείς και φίλους.  Το δεύτερο πρόβλημα ήταν το οικονομικό που δεν υπήρχαν δουλειές.

Νιώθαμε υπερβολική λύπη, γιατί οι Τούρκοι κατέλαβαν σχεδόν τη μισή Κύπρο.  Είχαμε πάρα πολλούς πρόσφυγες, εγκλωβισμένους και αγνοούμενους.  Ταυτόχρονα όμως ήμασταν και τυχεροί που ήμασταν ζωντανοί και δεν χάσαμε τα σπίτια και το χωριό μας.
(Συνέντευξη από τη Σοφία Μιχαήλ, Στ2)



Μαρτυρία από τον παππού μου, Ελευθέριο Μιχαήλ

Όταν ξεκίνησε ο πόλεμος βρισκόμουν στο σπίτι της θείας μου με την οικογένειά μου στην Περιστερονοπηγή.  Πίσω από αυτό το σπίτι χτιζόταν το δικό μας σπίτι, το οποίο δεν προλάβαμε να ολοκληρώσουμε.  Ήμουν παντρεμένος και είχα ένα παιδί.  Άκουσα στο ραδιόφωνο ότι καλούσαν τους Έφεδρους στρατιώτες να πάνε στον πόλεμο, κι έτσι έφυγα για το στρατόπεδό μου.  Η γυναίκα μου με την αδελφή μου, τη Νίκη, διέφυγαν στον Ψευδά.  Φύγαμε από το σπίτι μας και γίναμε πρόσφυγες.  Ποτέ δεν θα ξεχάσω τον τόπο μου. 

Ο ξάδελφός μου, Ευαγόρας Τυρίμου, είναι αγνοούμενος.  Τις μέρες του πολέμου χάθηκα με την οικογένειά μου.  Έμεινα στο Αυγόρου για ένα βράδυ και την επόμενη μέρα επέστρεψα πίσω και γύρευα τη μητέρα μου.  Η μόνη μου σκέψη ήταν να γυρίσω πίσω σώος και αβλαβής.  Δεν ένιωσα φόβο, αλλά αγωνία για να βρω καλά τους δικούς μου. 

Μετά αντιμετωπίσαμε και τα οικονομικά προβλήματα, αφού δεν είχαμε δουλειά και ήταν πολύ δύσκολο για μας. 

Η συμβουλή και η ευχή μου είναι να σταματήσουν οι τσακωμοί, να είναι δεμένοι και όλοι να αγωνιστούμε να διώξουμε τους Τούρκους από την Κύπρο, γιατί μας ανήκει.
(Συνέντευξη από τη Φωτεινή Σεργίδη, Στ2)


Μαρτυρία από τη γιαγιά μου για μια μέρα του πολέμου, Λίζα

Ήμασταν εγώ, ο άντρας μου και τα τέσσερα μου παιδιά στη φάρμα μας και καταλάβαμε πως έγινε πόλεμος.  Στο ραδιόφωνο καλούσαν όποιον μπορούσε να πάει στον πόλεμο να ακολουθήσει τον στρατό.  Εγώ με τα τέσσερα παιδιά μου πήγαμε μαζί με τους γείτονές μας σε ένα μέρος με ψηλά δέντρα, για να μη μας βρουν οι Τούρκοι σε περίπτωση που έρχονταν στο χωριό μας.  Όλοι ήμασταν πολύ τρομαγμένοι και φοβισμένοι.  Ακούγαμε τα αεροπλάνα να πυροβολούν και να βομβαρδίζουν ασταμάτητα.  Εγώ προσπαθούσα να ηρεμήσω τα τέσσερα μου παιδιά που έκλαιγαν συνεχώς. 

Οι συνέπειες του πολέμου ήταν πολλές.  Αλλά η πιο έντονη ήταν η απώλεια πολλών ανθρώπων.  Ο άντρας μου, για παράδειγμα, έχασε τον αδελφό του.

Τα συναισθήματα μου είναι πολλά.  Είμαι αγανακτισμένη με όλα αυτά τα γεγονότα και είμαι σίγουρη πως δεν θα ξεχάσω ποτέ, ούτε εγώ, ούτε και οποιοσδήποτε άνθρωπος που έζησε τον πόλεμο, αυτό το φρικτό θέαμα και αυτή την κακιά ανάμνηση.
(Συνέντευξη από τη Χριστίνα Τουμάζου, Στ2)


Μαρτυρία από την κυρία Μαρία

Συνάντησα την κυρία Μαρία, η οποία ήταν 14 χρονών όταν έγινε η τουρκική εισβολή του 1974.  Εκείνη τότε ζούσε στη Λευκωσία, στο σπίτι της, με την οικογένειά της, τους γονείς της και τα αδέλφια της.  Όταν ξεκίνησε ο πόλεμος όλη η οικογένειά της φοβήθηκε πολύ, γι’ αυτό κλείστηκε στο σπίτι, περιμένοντας τις ειδήσεις από όσους έρχονταν από έξω.

Ο αδερφός της και οι σύζυγοι των αδερφών της πήγαν στρατιώτες στον πόλεμο, για αυτό και αγωνιούσαν πολύ αφού δεν ήξεραν πού βρίσκονταν.  Ευτυχώς δεν έχασαν κανένα συγγενή.  Δεν χρειάστηκε να εγκαταλείψει το σπίτι της και μάλιστα φιλοξενούσαν και κάποιους γνωστούς τους που έφυγαν από το σπίτι τους στο Καϊμακλί, επειδή εκεί έγιναν φυλάκια.  Ευτυχώς με το τέλος του πολέμου, κι αυτοί επέστρεψαν στο σπίτι τους.

Εκεί που ζούσε η κυρία Μαρία δεν είχαν πολλά σοβαρά προβλήματα.  Τις πρώτες μέρες της εισβολής είχαν κάποιο πρόβλημα με τις διακοπές στο νερό και το ηλεκτρικό ρεύμα.  Δυσκολεύονταν επίσης να βρουν τρόφιμα, που όμως τους προμήθευε η κυβέρνηση. 

Η ίδια εκείνες τις μέρες αγωνιούσε για την τύχη των αδελφιών και των γονιών της.  Οι γονείς της μετά την εισβολή, αφού δεν ήξεραν τι θα ακολουθήσει, την έστειλαν στην Αγγλία να μείνει με την αδερφή της, για να είναι μακριά από τον πόλεμο.

(Συνέντευξη από την Άντρεα Ανδρέου, Στ2)


Συνέντευξη από τον παππού 

Ο παππούς μου ήταν στο χωριό και είχε τρία παιδιά και τη γυναίκα του.  Ξεκίνησε και πήγε στο τάγμα του, όταν ξέσπασε ο πόλεμος.  Όλοι οι στρατεύσιμοι συγγενείς του πήγαν και αυτοί στον πόλεμο και δυστυχώς έχασαν τον γαμπρό του.  Ο ίδιος πιάστηκε αιχμάλωτος και έζησε τρεις μήνες σε φυλακή στην Τουρκία.  Στη συνέχεια επέστρεψε στο σπίτι του και ευτυχώς βρήκε σώα την οικογένειά του.  Μετά αντιμετώπισαν πολλά οικονομικά προβλήματα, αφού δεν υπήρχαν δουλειές.  
(Καταγραφή από τον Πάρη Νέττου, Στ2)















No comments:

Post a Comment